- καταλυτική
- καταλυτικόςable to dissolvefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
βενζίνη — Καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων προερχόμενο από το πετρέλαιο ή παραγόμενο συνθετικά. Η σύνθεση της β. ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής της, έτσι ώστε να έχουμε διαφορετικές β. Γενικά, με τον όρο αυτό εννοούνται υγρά μείγματα… … Dictionary of Greek
κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… … Dictionary of Greek
καταλυτικός — ή, ό (Α καταλυτικός, ή, όν) [καταλύτης] 1. αυτός που έχει τη δύναμη να καταλύει ή αυτός που συντελεί στην κατάλυση ή τη διάλυση, καταστρεπτικός νεοελλ. 1. χημ. αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στην κατάλυση («καταλυτική δράση») 2. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ναφθένια — Κυκλικές οργανικές ενώσεις της τάξης των υδρογονανθράκων οι οποίες αντιστοιχούν στον γενικό τύπο CnH2n. Περιέχονται κυρίως στα πετρέλαια του Καυκάσου. Οι ενώσεις αυτές ονομάστηκαν ν. κατά το τέλος του περασμένου αιώνα από τον Ρώσο χημικό… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… … Dictionary of Greek
αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… … Dictionary of Greek